Άνοιξα τα μάτια.
Πήρα στο χέρι το κινητό κι αναρωτήθηκα γιατί δεν χτύπησε το ξυπνητήρι. Η ώρα
ήταν τέσσερις και δύο λεπτά. Λογικό που δεν χτύπησε. Το είχα βάλει για τις έξι
και μισή. Καθημερινή. Στις εννιά θα ξεκινούσα εργασία. Είχα μπροστά μου σχεδόν
πέντε ώρες ακόμη. Έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να ξανακοιμηθώ. Στριφογύρισα για δέκα
λεπτά στο κρεβάτι. Σηκώθηκα πήγα στην τουαλέτα. Ήπια ένα ποτήρι νερό στην
κουζίνα. Συνήθως με έπιανε ο ύπνος μετά. Όμως εξακολουθούσα να στριφογυρίζω στο
κρεβάτι. Δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Έτσι ένιωθα
τουλάχιστον. Νωχέλεια και αδυναμία συγκέντρωσης. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα
ολοκληρωμένο.
Κι άλλες φορές
ξυπνούσα μέσα στη νύχτα. Τις περισσότερες φορές η αιτία ήταν το υψηλό ζάχαρο
που με έστελνε στην τουαλέτα και στην κουζίνα για νερό. Η γλώσσα ξερή και
στεγνή. Το στόμα μου άνυδρο τοπίο. Άλλες φορές ήταν κάποιος εφιάλτης ή ένα
έντονο, ζωηρό όνειρο που έμοιαζε απελπιστικά πραγματικό. Πάντα ήθελα να
καταγράψω αυτά τα όνειρα επειδή μετά τα ξεχνούσα, αλλά ποτέ δεν ξεκίνησα τις
καταγραφές. Νομίζω ότι ένα ή δύο έχω πραγματικά καταγράψει αλλά δεν θυμάμαι που
βρίσκονται καταχωνιασμένα τα λόγια μου. Αν βρίσκονται.
Σήμερα τα
πράγματα δεν έμοιαζαν να είναι διαφορετικά, αλλά για κάποιο λόγο που δεν
μπορούσα να κατανοήσω, ήταν. Σηκώθηκα ξανά, πήγα στην κουζίνα και ετοίμασα
καφέ. Κάθισα στην ξύλινη μασίφ καρέκλα σε αυτό που κάποτε το ονόμαζαμε λίβιγκ
ρουμ, μετά σαλονοτραπεζαρία και σήμερα ούτε ξέρω πως, και ατένιζα από τα
παράθυρα που απλώνονταν από τη μια άκρη στην άλλη, τη νύχτα. Πολύ μακριά από το
χάραμα, καθώς βρισκόμασταν σε προχωρημένο φθινόπωρο. Στην πραγματικότητα δεν
έβλεπα τη νύχτα καθώς το φως που είχα ανάψει, έκανε τα τζάμια των παραθύρων,
καθρέφτες που αντανακλούσαν το δωμάτιο. Το τεράστιο τραπέζι, εμένα να κάθομαι
σε μια από τις έξι καρέκλες, πίσω μου τα πολλά μικρά ράφια γεμάτα βιβλία, την
τηλεόραση και τον καναπέ. Τέσσερις γλάστρες και διάφορα αντικείμενα που δεν
διακρίνονταν καθαρά εάν κι εγώ ήξερα ως την παραμικρή λεπτομέρεια το καθένα
τους. Το μόνο ανοίκειο σε όλη αυτήν την αντανάκλαση ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ, ο
εξηντάρης εγώ, αλλά το σώμα ενός εικοσιπεντάχρονου είχε ντύσει την ύπαρξή μου. Όλοι
μας έχουμε φανταστεί τον εαυτό μας στο ρόλο του Φάουστ ή σε κάποια παραλλαγή
του, αλλά δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε κάτι τέτοιο ως εφικτό. Επομένως αυτό
που ένιωσα δεν ήταν ούτε τρελή χαρά, ούτε πανικός, μόνο δυσπιστία, τίποτα
παραπάνω. Το θολωμένο μυαλό μου μού έπαιζε παράξενα παιχνίδια και εκείνη την
ώρα δεν είχα καμιά διάθεσή για παιχνίδια. Έκλεισα τα μάτια. Έπιασα με το δεξί
χέρι την κούπα καφέ και ήπια μια γουλιά. Άνοιξα τα μάτια, σίγουρος ότι η
παραίσθηση θα έχει εξαφανιστεί, αλλά αυτή τη φορά τρόμαξα. Είχα το σώμα, τουλάχιστον
τα στήθη και το κεφάλι, αυτά μπορούσα να διακρίνω στο παράθυρο, μιας
εικοσάχρονης κοπέλας! Αυτό κι αν δεν ήταν ανήκουστο. Τι σκατά έπαθε το μυαλό
μου και τρελάθηκε. Εχθές το βράδι ούτε είχα φάει πολύ, ούτε είχα πιει. Τι μου
συνέβαινε; Φοβήθηκα να κλείσω ξανά τα μάτια και να ξαναδοκιμάσω την τύχη μου.
Ποιες ξέρει τι θα μπορούσε να έδειχνε αυτή τη φορά το παράθυρο. Αντ’ αυτού
άπλωσα το χέρι μου, τεντώθηκα για να φτάσω το διακόπτη της λάμπας και τον
πάτησα. Σκοτάδι απλώθηκε παντού κι επιτέλους μπόρεσα και πάλι να γίνω εγώ.