Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΑΥΠΝΙΕΣ

 

Άνοιξα τα μάτια. Πήρα στο χέρι το κινητό κι αναρωτήθηκα γιατί δεν χτύπησε το ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν τέσσερις και δύο λεπτά. Λογικό που δεν χτύπησε. Το είχα βάλει για τις έξι και μισή. Καθημερινή. Στις εννιά θα ξεκινούσα εργασία. Είχα μπροστά μου σχεδόν πέντε ώρες ακόμη. Έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να ξανακοιμηθώ. Στριφογύρισα για δέκα λεπτά στο κρεβάτι. Σηκώθηκα πήγα στην τουαλέτα. Ήπια ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα. Συνήθως με έπιανε ο ύπνος μετά. Όμως εξακολουθούσα να στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Έτσι ένιωθα τουλάχιστον. Νωχέλεια και αδυναμία συγκέντρωσης. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα ολοκληρωμένο.

Κι άλλες φορές ξυπνούσα μέσα στη νύχτα. Τις περισσότερες φορές η αιτία ήταν το υψηλό ζάχαρο που με έστελνε στην τουαλέτα και στην κουζίνα για νερό. Η γλώσσα ξερή και στεγνή. Το στόμα μου άνυδρο τοπίο. Άλλες φορές ήταν κάποιος εφιάλτης ή ένα έντονο, ζωηρό όνειρο που έμοιαζε απελπιστικά πραγματικό. Πάντα ήθελα να καταγράψω αυτά τα όνειρα επειδή μετά τα ξεχνούσα, αλλά ποτέ δεν ξεκίνησα τις καταγραφές. Νομίζω ότι ένα ή δύο έχω πραγματικά καταγράψει αλλά δεν θυμάμαι που βρίσκονται καταχωνιασμένα τα λόγια μου. Αν βρίσκονται.

Σήμερα τα πράγματα δεν έμοιαζαν να είναι διαφορετικά, αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπορούσα να κατανοήσω, ήταν. Σηκώθηκα ξανά, πήγα στην κουζίνα και ετοίμασα καφέ. Κάθισα στην ξύλινη μασίφ καρέκλα σε αυτό που κάποτε το ονόμαζαμε λίβιγκ ρουμ, μετά σαλονοτραπεζαρία και σήμερα ούτε ξέρω πως, και ατένιζα από τα παράθυρα που απλώνονταν από τη μια άκρη στην άλλη, τη νύχτα. Πολύ μακριά από το χάραμα, καθώς βρισκόμασταν σε προχωρημένο φθινόπωρο. Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα τη νύχτα καθώς το φως που είχα ανάψει, έκανε τα τζάμια των παραθύρων, καθρέφτες που αντανακλούσαν το δωμάτιο. Το τεράστιο τραπέζι, εμένα να κάθομαι σε μια από τις έξι καρέκλες, πίσω μου τα πολλά μικρά ράφια γεμάτα βιβλία, την τηλεόραση και τον καναπέ. Τέσσερις γλάστρες και διάφορα αντικείμενα που δεν διακρίνονταν καθαρά εάν κι εγώ ήξερα ως την παραμικρή λεπτομέρεια το καθένα τους. Το μόνο ανοίκειο σε όλη αυτήν την αντανάκλαση ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ, ο εξηντάρης εγώ, αλλά το σώμα ενός εικοσιπεντάχρονου είχε ντύσει την ύπαρξή μου. Όλοι μας έχουμε φανταστεί τον εαυτό μας στο ρόλο του Φάουστ ή σε κάποια παραλλαγή του, αλλά δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε κάτι τέτοιο ως εφικτό. Επομένως αυτό που ένιωσα δεν ήταν ούτε τρελή χαρά, ούτε πανικός, μόνο δυσπιστία, τίποτα παραπάνω. Το θολωμένο μυαλό μου μού έπαιζε παράξενα παιχνίδια και εκείνη την ώρα δεν είχα καμιά διάθεσή για παιχνίδια. Έκλεισα τα μάτια. Έπιασα με το δεξί χέρι την κούπα καφέ και ήπια μια γουλιά. Άνοιξα τα μάτια, σίγουρος ότι η παραίσθηση θα έχει εξαφανιστεί, αλλά αυτή τη φορά τρόμαξα. Είχα το σώμα, τουλάχιστον τα στήθη και το κεφάλι, αυτά μπορούσα να διακρίνω στο παράθυρο, μιας εικοσάχρονης κοπέλας! Αυτό κι αν δεν ήταν ανήκουστο. Τι σκατά έπαθε το μυαλό μου και τρελάθηκε. Εχθές το βράδι ούτε είχα φάει πολύ, ούτε είχα πιει. Τι μου συνέβαινε; Φοβήθηκα να κλείσω ξανά τα μάτια και να ξαναδοκιμάσω την τύχη μου. Ποιες ξέρει τι θα μπορούσε να έδειχνε αυτή τη φορά το παράθυρο. Αντ’ αυτού άπλωσα το χέρι μου, τεντώθηκα για να φτάσω το διακόπτη της λάμπας και τον πάτησα. Σκοτάδι απλώθηκε παντού κι επιτέλους μπόρεσα και πάλι να γίνω εγώ.

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

 

Λίγο πριν μπει το 2031, πήρε την απόφαση και έσκασε δέκα χιλιάρικα, αν και δεν του περίσσευαν, για να αγοράσει το πακέτο «οπισθοδρομικής κλήσης». Έτσι διαφήμιζαν την υπηρεσία. Τσιμπημένη η τιμή, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε, ήταν να κάνει αυτό το ένα τηλεφώνημα που χρόνια λαχταρούσε.

Ήταν Δευτέρα μεσημέρι, όταν έφτασε το πακέτο. Το άνοιξε ανυπόμονα, διάβασε τις οδηγίες προσεκτικά, πήρε στα χέρια του την τηλεφωνική συσκευή μιας χρήσης, πήρε μια βαθιά ανάσα, πληκτρολόγησε τον αριθμό τηλεφώνου κι επέλεξε την ημερομηνία κλήσης: 18 Αυγούστου 1986 και ώρα δεκαεπτά και σαράντα πέντε. Το ακουστικό γλίστρησε στα ιδρωμένα χέρια του και το έσφιξε με δύναμη. Το τηλέφωνο άρχισε να καλεί με τον χαρακτηριστικό ήχο παλμικής κλήσης, που είχε πολλά χρόνια να ακούσει. Στην άλλη πλευρά βγήκε μια νεανική φωνή: «Παρακαλώ

«Ο Θανάσης εκεί;» ρώτησε.

«Ο ίδιος».

«Μόνος είσαι; Μπορείς να μιλήσεις;».

«Μάνα, για μένα είναι, ο Γιάννης» ακούστηκε να λέει ο άλλος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε ένα χτύπημα πόρτας που έκλεινε απότομα. Η φωνή συνέχισε αλλάζοντας τόνο: «Έλα ρε μαλάκα, ποιος είσαι; Ο Γιάννης σ΄ έβαλε να με πάρεις τηλέφωνο;»

«Δεν έχει σημασία ποιος είμαι», απάντησε κοφτά.

«Τι θέλεις;»

«Θέλω να μ ακούσεις προσεκτικά. Ξέρω ότι εσύ περιμένεις πώς και πώς να βραδιάσει για να βρεθείτε με το Γιάννη και να πλακωθείτε στις μπύρες, μιας και αύριο παρουσιάζεται στο στρατό».

«Ποιος είσαι, ρε ξερόλα; Πες μου! Μήπως κανονίστηκε τίποτα άλλο για σήμερα και δεν το ξέρω; Λέγε!».

«Λοιπόν, δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και αυτό το τηλεφώνημα μου στοιχίζει μια περιουσία. Άκου, σήμερα, μην τυχόν και…».

«Τι στο διάολο θέλεις και ποιος είσαι, ρε μεγάλε; Παίρνεις τηλέφωνο, ρωτάς αν είμαι μόνος μου, δε δίνεις εξηγήσεις, δεν απαντάς σε ερωτήσεις. Έχεις κι αυτήν τη βραχνή φωνή που μου σπάει τα νεύρα! Σαν κωλόγερος ακούγεσαι! Δε νομίζω να γνωριζόμαστε. Ποιος είσαιτον διέκοψε αποφασιστικά.

«Θανάσης, Θανάσης Κοντογιάννης, σου φτάνει;»

«Συνεχίζεις να τρομπάρεις, έτσι; Θανάσης Κοντογιάννης λέγομαι εγώ, και για να μου τηλεφωνήσεις, το ξέρεις. Είναι λίγο απίθανο να σε λένε κι εσένα Θανάση Κοντογιάννη, δε νομίζεις; Αν δεν μου πεις ποιος είσαι, το κλείνω, εντάξει

«Ονομάζομαι Θανάσης Κοντογιάννης, γεννημένος στις 8 Ιανουαρίου 1969. Οι καλύτεροι μου φίλοι στα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν οι δίδυμοι, Θοδωρής και Κώστας, και όλοι στη γειτονιά, μάς φωνάζαν τα τρίδυμα, γιατί ήμασταν συνέχεια μαζί. Το πρώτο και μοναδικό πράγμα που έκλεψα στη ζωή μου είναι τα άπαντα του Καρυωτάκη σε μια άθλια έκδοση, από έναν πάγκο στην Πλατεία Αριστοτέλους. Ο κολλητός μου τα τελευταία τρία χρόνια λέγεται Γιάννης και αύριο το πρωί παρουσιάζεται στο πυροβολικό. Έχω μια κρεατοελιά, κάτω από τη μασχάλη, που μερικές φορές με ενοχλεί, αλλά με τα χρόνια συνήθισα. Κι όσο για το διογκωμένο αριστερό αρχίδι, που φοβάσαι ότι είναι καρκίνος, οφείλεται σε υδροκήλη που θα εγχειριστεί αρκετά αργότερα. Θέλεις κι άλλα; Να συνεχίσω;»

Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Μετά η φωνή, κάπως μαλακωμένη κι έκπληκτη ρώτησε: «Δηλαδή μου λες ότι εσύ είσαι εγώ; Πώς γίνεται αυτό;»

«Μεγάλη ιστορία. Δεν μπορώ να σου εξηγώ τώρα. Άκου …».

«Αποκλείεται, με δουλεύεις! Υδροκήλη; Τι είναι η υδροκήλη

«Μόνο μια χάρη σου ζητάω: σήμερα, μη βγεις έξω ή έστω κι αν βγεις να μην πάρεις μαζί το γαμημένο το παπάκι σου. Πάρε το Γιάννη και ακύρωσέ το. Πες του ότι σε έπιασε κόψιμο, βρες μια δικαιολογία τέλος πάντων».

«Γιατί να το κάνω; Ποιος ο λόγος;» ρώτησε ο άλλος απορημένος.

«Γιατί πρέπει να κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις, μου λες; Δεν μπορώ να σου πω! Κάνε μόνο αυτό που σου λέω κι όλα θα πάνε καλά», είπε. Εκείνη τη στιγμή έπεσε η γραμμή. Η κλήση τερματίστηκε απότομα. Τα δευτερόλεπτα του φάνηκαν αιώνες. Ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του, τόσες χιλιάδες φορές είχε φανταστεί και προετοιμάσει το τηλεφώνημα, αλλά αυτό δε βοήθησε και πολύ. Τις επόμενες ημέρες και βδομάδες αναρωτιόταν αν είχε καταφέρει κάτι.

Αργότερα αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο με τα δήθεν τηλεφωνήματα στο παρελθόν. Μια καλοστημένη προσομοίωση που έκανε τα θύματα να πιστεύουν ότι μιλούσαν με τον εαυτό τους. Δε λυπήθηκε τα λεφτά. Τον εαυτό του λυπήθηκε που συνέχιζε μετά από σαράντα πέντε χρόνια να επιζεί, ενώ ο κολλητός του, ο Γιάννης, σκοτώθηκε αργά εκείνο το βράδι, όταν καρφώθηκαν με το παπί που αυτός οδηγούσε σε ένα φορτηγό.